ίσος, -η, -ο — και ίσιος, ια, ιο 1. ίδιος στο μέγεθος ή στην αξία με κάποιον άλλο: Ίσοι αριθμοί. – Οι πλευρές του τετραγώνου είναι ίσες μεταξύ τους. – Ίσα πολιτικά δικαιώματα. – Θέτω σε ίση μοίρα. 2. ευθύγραμμος: Ίσια κορμοστασιά. – Ίσιο ξύλο. 3. ομαλός,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἴσος — equal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἶσος — ἴσος equal masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίσος — η, ο (ΑΜ ἴσος, η, ον, Α επικ. τύπος ἶσος και ἔϊσος, η, ον) 1. αυτός που είναι ίδιος με κάποιον άλλον κατά την ποσότητα, τις διαστάσεις, τη δύναμη ή την αξία 2. αυτός που εκτείνεται σε ευθεία γραμμή, ευθύς, ίσιος 3. ομαλός, επίπεδος 4. αυτός που… … Dictionary of Greek
Ἶσος — Ἶ̱σος , Ἶσος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴσα — ἴσος equal neut nom/voc/acc pl ἴσᾱ , ἴσος equal fem nom/voc/acc dual ἴσᾱ , ἴσος equal fem nom/voc sg (doric aeolic) ἴ̱σᾱ , ἴσος equal fem nom/voc/acc dual (epic) ἴ̱σᾱ , ἴσος equal fem nom/voc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴσω — ἴσος equal masc/neut nom/voc/acc dual ἴσος equal masc/neut gen sg (doric aeolic) ἴ̱σω , ἴσος equal masc/neut nom/voc/acc dual (epic) ἴ̱σω , ἴσος equal masc/neut gen sg (epic doric aeolic) ἴ̱σω , ἰσόω make equal imperf ind act 3rd sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴσων — ἴσος equal fem gen pl ἴσος equal masc/neut gen pl ἴ̱σων , ἴσος equal fem gen pl (epic) ἴ̱σων , ἴσος equal masc/neut gen pl (epic) ἴ̱σων , ἰσόω make equal imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἴ̱σων , ἰσόω make equal imperf ind act 1st sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴσως — ἴσος equal adverbial ἴσος equal masc acc pl (doric) ἴ̱σως , ἴσος equal adverbial (epic) ἴ̱σως , ἴσος equal masc acc pl (epic doric) ἴσως equally indeclform (adverb) ἴ̱σως , ἰσόω make equal imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἰσόω make equal… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴσαι — ἴσος equal fem nom/voc pl ἴσᾱͅ , ἴσος equal fem dat sg (doric aeolic) ἴ̱σᾱͅ , ἴσος equal fem dat sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσᾶν — ἴσος equal masc/fem gen pl (doric) ἰ̱σᾶν , ἴσος equal masc/fem gen pl (epic doric) ἰσάζω make equal fut part act masc voc sg (doric aeolic) ἰσάζω make equal fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἰσάζω make equal fut part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)