ίσος

ίσος
η , ο[ν] см. ίσιος;

ίσος δρόμος — прямая дорога;

ίσα δικαιώματα равные права;
οι πολίτες είναι ίσοι προ τού νόμου граждане равны перед законом:

θεωρούμαι ίσος — равняться, уравниваться (с кем-чем-л.);

είμαι ίσος με κάποιον — быть равным кому-л.;

φέρομαι σαν ίσος προς ίσον — относиться как к равному;

§ ανταποδίδω τα ίσα мстить, отплачивать тем же;
είναι ίσο мат. равно, равняется; εξ ίσου поровну; όλοι πήραν εξ ίσου все получили поровну; με ίσους όρους на равных основаниях

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ίσος" в других словарях:

  • ίσος, -η, -ο — και ίσιος, ια, ιο 1. ίδιος στο μέγεθος ή στην αξία με κάποιον άλλο: Ίσοι αριθμοί. – Οι πλευρές του τετραγώνου είναι ίσες μεταξύ τους. – Ίσα πολιτικά δικαιώματα. – Θέτω σε ίση μοίρα. 2. ευθύγραμμος: Ίσια κορμοστασιά. – Ίσιο ξύλο. 3. ομαλός,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἴσος — equal masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἶσος — ἴσος equal masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίσος — η, ο (ΑΜ ἴσος, η, ον, Α επικ. τύπος ἶσος και ἔϊσος, η, ον) 1. αυτός που είναι ίδιος με κάποιον άλλον κατά την ποσότητα, τις διαστάσεις, τη δύναμη ή την αξία 2. αυτός που εκτείνεται σε ευθεία γραμμή, ευθύς, ίσιος 3. ομαλός, επίπεδος 4. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • Ἶσος — Ἶ̱σος , Ἶσος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴσα — ἴσος equal neut nom/voc/acc pl ἴσᾱ , ἴσος equal fem nom/voc/acc dual ἴσᾱ , ἴσος equal fem nom/voc sg (doric aeolic) ἴ̱σᾱ , ἴσος equal fem nom/voc/acc dual (epic) ἴ̱σᾱ , ἴσος equal fem nom/voc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴσω — ἴσος equal masc/neut nom/voc/acc dual ἴσος equal masc/neut gen sg (doric aeolic) ἴ̱σω , ἴσος equal masc/neut nom/voc/acc dual (epic) ἴ̱σω , ἴσος equal masc/neut gen sg (epic doric aeolic) ἴ̱σω , ἰσόω make equal imperf ind act 3rd sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴσων — ἴσος equal fem gen pl ἴσος equal masc/neut gen pl ἴ̱σων , ἴσος equal fem gen pl (epic) ἴ̱σων , ἴσος equal masc/neut gen pl (epic) ἴ̱σων , ἰσόω make equal imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἴ̱σων , ἰσόω make equal imperf ind act 1st sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴσως — ἴσος equal adverbial ἴσος equal masc acc pl (doric) ἴ̱σως , ἴσος equal adverbial (epic) ἴ̱σως , ἴσος equal masc acc pl (epic doric) ἴσως equally indeclform (adverb) ἴ̱σως , ἰσόω make equal imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἰσόω make equal… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴσαι — ἴσος equal fem nom/voc pl ἴσᾱͅ , ἴσος equal fem dat sg (doric aeolic) ἴ̱σᾱͅ , ἴσος equal fem dat sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσᾶν — ἴσος equal masc/fem gen pl (doric) ἰ̱σᾶν , ἴσος equal masc/fem gen pl (epic doric) ἰσάζω make equal fut part act masc voc sg (doric aeolic) ἰσάζω make equal fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἰσάζω make equal fut part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»